- γδικιωμός
- οη εκδίκηση, η ανταπόδοση κακού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γδικιωμός — ο [γδικιώνω] 1. εκδίκηση 2. (στη Μάνη) βεντέτα … Dictionary of Greek
εκδίκηση — η η ανταπόδοση κακού, ο γδικιωμός, η ρεβάνς: Πήρε εκδίκηση για το φόνο του πατέρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεδικιωμός — ο εκδίκηση, γδικιωμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)